- περιεπτισμένοι
- περϊεπτισμένοι , περιπτίσσωstrip off the huskperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπτίσσω — Α 1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω 2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοι μτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε… … Dictionary of Greek